μυρμηκικό οξύ

μυρμηκικό οξύ
Πρώτο μέλος της τάξης των οργανικών αλειφατικών οξέων, του τύπου H-COOH. Βρίσκεται στη φύση ως συστατικό μερικών μυρμηγκιών (απ’ όπου και η ονομασία του) και ορισμένων φυτών, μεταξύ των οποίων η τσουκνίδα, από τα οποία είναι δυνατόν να εξαχθεί. Βιομηχανικά παράγεται με την αντίδραση μεταξύ μονοξειδίου του άνθρακα και υδροξειδίου του νατρίου σε θερμοκρασία γύρω στους 190-220°C: λαμβάνεται έτσι μυρμηκικό νάτριο το οποίο, με την επίδραση θειικού οξέος, ελευθερώνει το μ.ο. Είναι άχρωμο υγρό, με έντονη οσμή, το ισχυρότερο των οργανικών αλειφατικών οξέων. Η χημική συμπεριφορά του διαφέρει από πολλές απόψεις από εκείνη των καρβονικών οξέων εξαιτίας της ιδιάζουσας δομής του: το καρβοξύλιο στο μ.ο. είναι, πράγματι, ενωμένο με ένα άτομο υδρογόνου αντί με αλκυλική ομάδα και επομένως σ’ αυτή την ουσία μπορεί ν’ αναγνωριστεί μια αλδεϋδική δομή: Η-C(=Ο) - ΟΗ Η- C(=Ο)-OH η οποία εξηγεί, π.χ., την εύκολη οξείδωση του. Με θέρμανση, το μ.ο. διασπάται σε ανθρακικό ανυδρίτη και υδρογόνο, και με την παρουσία θειικού οξέος δίνει ανθρακικό ανυδρίτη και νερό. Το μ.ο. χρησιμοποιείται στη βαφή υφαντικών ινών, για την παραγωγή αλάτων και εστέρων, και γενικά στη χημική βιομηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενογλυκόλη — Οργανική ένωση του τύπου CH2(OH) CΗ2ΟΗ) Λέγεται και αιθυλεναλκοόλη ή απλώς γλυκόλη. Είναι άχρωμο υγρό λίγο δυσκίνητο, με γλυκιά γεύση και ειδικό βάρος 1,125(0). Βράζει στους 197 197,5° και όταν θερμανθεί, διαλύει εύκολα τα αλκάλια. Η άνυδρη α.… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυρμήγκια 2. φρ. α) «μυρμηκικό οξύ» χημ. το απλούστερο από τα μονοκαρβονικά οξέα, που είναι γνωστό και ως μεθανοϊκό οξύ και που περιέχεται στο σώμα τών μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερικά… …   Dictionary of Greek

  • μεθανοϊκός — ή, ό φρ. «μεθανοϊκό οξύ» χημ. συστηματική ονομασία τής χημικής ένωσης μυρμηκικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • συντηρητικά — Ονομασία ουσιών τις οποίες προσθέτουν συνήθως σε μικρή αναλογία, σε προϊόντα που αλλοιώνονται εύκολα, με σκοπό τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα σπουδαιότερα από τα σ. που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι το αλάτι …   Dictionary of Greek

  • ξυλόπνευμα — (CH3OH). Είναι η μεθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Το ξ. είναι υγρό άχρωμο με αδύνατη οσμή. Διαλύεται στο νερό εύκολα. Βράζει σε 64° C και στερεοποιείται σε 97° C. Προκαλεί μέθη και έχει ισχυρή δηλητηριώδη επίδραση που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση,… …   Dictionary of Greek

  • τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… …   Dictionary of Greek

  • φορμυλοπαράγωγα — τα, Ν (βιοχ.) ακυλοπαράγωγα που προέρχονται από το μυρμηκικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formyl derivatives] …   Dictionary of Greek

  • φορμύλιο — το, Ν χημ. η ακυλομάδα που προέρχεται από το μυρμηκικό οξύ, αλλ. φορμυλομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formyl < form (< formic [acid] < λατ. formica «μυρμήγκι») + κατάλ. yl τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”